αναψηλαφώ

αναψηλαφώ
-ησα, ξαναεξετάζω: Ο εισαγγελέας δήλωσε ότι θα αναψηλαφήσει την υπόθεση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναψηλαφώ — αναψηλαφώ, αναψηλάφησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: αναψηλαφώ : έχει επικρατήσει η κλίση σε ώ, είς και δε χρησιμοποιείται ο τύπος σε ίζω (δες π.χ. ψηλαφίζω). Επομένως, εφόσον δεν υπάρχει ισοδύναμος τύπος σε ίζω, στο αοριστικό θέμα κρατάμε το η… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναψηλαφώ — (Μ ἀναψηλαφῶ, έω) 1. ψάχνω ψηλαφώντας, εξετάζω 2. ψάχνω, γυρεύω, αναζητώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”